παρατυπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.tiˈpi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρατυπία θηλυκό
- το να είναι κάποιος παράτυπος ή κάτι να είναι παράτυπο, η παραβίαση κάποιων τύπων, διαδικασιών ή κανόνων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρατυπία