παρεγκεφαλίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρεγκεφαλίδα < αρχαία ελληνική παρεγκεφαλίς < ἐγκέφαλος < κεφαλή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰebʰ-l-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρεγκεφαλίδα θηλυκό
- (ανατομία) τμήμα του εγκεφάλου που βρίσκεται στη βάση και στο πίσω μέρος του κρανίου. Παίζει σημαντικό ρόλο στον συντονισμό των κινήσεων, επηρεάζοντας τις νευρικές οδούς
- "μυοσυντονιστικό κέντρο"
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παρεγκεφαλιδικός
- παρεγκεφαλίτιδα
- → δείτε τις λέξεις παρά, εγκέφαλος και κεφάλι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρεγκεφαλίδα