παρκετέζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρκετέζα | οι | παρκετέζες |
γενική | της | παρκετέζας | — | |
αιτιατική | την | παρκετέζα | τις | παρκετέζες |
κλητική | παρκετέζα | παρκετέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρκετέζα < γαλλική parqueteuse
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρκετέζα θηλυκό
- είδος σκούπας, κυρίως ηλεκτρικής, που είναι κατάλληλη για να γυαλίζει ξύλινα πατώματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη παρκέ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρκετέζα
|