παρκ φερμέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρκ φερμέ < γαλλική parc fermé

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παρκ φερμέ ουδέτερο άκλιτο

  • κλειστός φυλασσόμενος χώρος για τη στάθμευση αγωνιστικών αυτοκινήτων πριν από αγώνες, ώστε να αποτραπεί κάθε μετατροπή ή βελτίωση του κινητήρα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]