παρντεσού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρντεσού < (άμεσο δάνειο) γαλλική pardessus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παρντεσού ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]