παρτενέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρτενέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική partenaire

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παρτενέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. ένας άντρας ή μια γυναίκα που συμμετέχει μαζί με άλλο άτομο σε έναν χορό
    Θα ήθελες να είσαι η παρτενέρ μου στον αποψινό χορό;
  2. (συνεκδοχικά) το καθένα από τα δυο μέλη ενός ζευγαριού

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]