παρτενέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρτενέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική partenaire
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρτενέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- ένας άντρας ή μια γυναίκα που συμμετέχει μαζί με άλλο άτομο σε έναν χορό
- Θα ήθελες να είσαι η παρτενέρ μου στον αποψινό χορό;
- (συνεκδοχικά) το καθένα από τα δυο μέλη ενός ζευγαριού