πασατέμπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πασατέμπο | ||
γενική | του | πασατέμπου | ||
αιτιατική | το | πασατέμπο | ||
κλητική | πασατέμπο | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πασατέμπο < (άμεσο δάνειο) ιταλική passatempo (κάτι για να περνώ την ώρα μου) < passare + tempo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πασατέμπο ουδέτερο
- άλλη μορφή του πασατέμπος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πασατέμπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πασατέμπο
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πασατέμπο αρσενικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)