παστά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πάστα
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα παστά
      γενική των παστών
    αιτιατική τα παστά
     κλητική παστά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παστά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παστός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παστά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παστά < παστός +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

παστά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

παστά