παστρικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]παστρικά < παστρικ(ός) + -ά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.stɾiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐στρι‐κά
Επίρρημα
[επεξεργασία]παστρικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παστρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]παστρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παστρικό, ουδέτερο του παστρικός