πατ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πατ < γαλλική pat < ιταλική patta < λατινική pacta < pactus < pango < πρωτοϊταλική *pangō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂ǵ- (πβ. πήγνυμι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πατ ουδέτερο άκλιτο

  • (σκάκι) η περίπτωση που ένας παίκτης δεν διαθέτει καμία νόμιμη κίνηση αλλά ο βασιλιάς του δεν απειλείται (σαχ). Έτσι, ενώ στο ματ ο αγώνας λήγει αμέσως με νίκη του παίκτη που το πετυχαίνει, στο πατ η παρτίδα λήγει αμέσως με ισοπαλία.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]