πατριαρχείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πατριαρχείο < μεσαιωνική ελληνική πατριαρχεῖον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πατριαρχείο ουδέτερο
- χριστιανική αρχιεπισκοπή η οποία για ιστορικούς λόγους έχει υψωθεί σε υψηλότερο θεσμικό επίπεδο από τις υπόλοιπες μητροπόλεις μιας ευρείας περιοχής και ασκεί πάνω σε αυτές πνευματική εποπτεία
- η έδρα του πατριάρχη, το κτήριο και οι υπηρεσίες που τον πλαισιώνουν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πατριαρχείο
|