πατριδωνυμικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πατριδωνυμικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πατριδωνυμικός. Εννοείται η λέξη όνομα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πατριδωνυμικό ουδέτερο
- όνομα που δηλώνει τον τόπο καταγωγής ή κατοικίας
- Είμαι Αθηναίος. Το «Αθηναίος» είναι το πατριδωνυμικό μου.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πατριδωνυμικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πατριδωνυμικό
- αρσενικό αιτιατική ενικού του πατριδωνυμικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πατριδωνυμικός