πατρικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πατρικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πατρικός. Εννοείται η λέξη όνομα ή η λέξη σπίτι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πατρικό ουδέτερο

  1. (για ανθρώπους) το επώνυμο της οικογένειας του πατέρα μιας γυναίκας, σε αντιδιαστολή με το επώνυμο του συζύγου
    ποιο είναι το πατρικό της μητέρας σου;
  2. (για σπίτι) το σπίτι του πατέρα, το σπίτι όπου μεγάλωσε κανείς
    τα καλοκαίρια μαζευόμαστε όλο το σόι στο πατρικό μου

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πατρικό