πεθερικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πεθερικά | ||
γενική | των | πεθερικών | ||
αιτιατική | τα | πεθερικά | ||
κλητική | πεθερικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεθερικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πεθερικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεθερικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεθερικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πεθερικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πεθερικός