πειθώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πειθώ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η πειθώ
      γενική της πειθώς
πειθούς
    αιτιατική την πειθώ
     κλητική πειθώ
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη.
Δείτε και την Πειθώ.
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πειθώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πειθώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πειθώ θηλυκό

  1. η ικανότητα κάποιου να πείθει
  2. η πειστικότητα

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη πείθω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         ενικός  
διαλεκτικοί τύποι
ονομαστική πειθώ
      γενική τῆς πειθόος
πειθοῦς
      δοτική τῇ πειθοῖ
    αιτιατική τὴν πειθώ ιωνικός: πειθοῦν
     κλητική ! πειθοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'φειδώ' όπως «φειδώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πειθώ < πείθ(ω) +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πειθώ θηλυκό

  1. η πειθώ
  2. ευφράδεια, ευγλωττία
  3. επιχείρημα, επιχειρηματολογία
  4. υπακοή, υποταγή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]