πελίνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πελίνος | οι | πελίνοι |
γενική | του | πελίνου | των | πελίνων |
αιτιατική | τον | πελίνο | τους | πελίνους |
κλητική | πελίνε | πελίνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πελίνος < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική пелин (pelin αψιθιά) (πβ. κροατική: pelin, ρωσική: полынь, πολωνική: piołun, τσέχικη: pelyněk)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πελίνος αρσενικό
- (ιδιωματικό) (φυτό) η αψιθιά
Αναφορές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βουλγαρικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βουλγαρικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)