πελαγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πελαγικός, -ή, -ό
- του πελάγους, που έχει σχέση ή αναφέρεται στο πέλαγος
- που ζει σε πελάγη
- Το σκουμπρί είναι πελαγικό είδος ψαριού, της οικογένειας Σκομβρίδες, συγγενικό με τον κολιό