πελαγοδρομέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πελαγοδρομέω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πελαγοδρόμ(ος) + -έω. Μορφολογικά αναλύεται σε πέλαγ(ος) + -ο- + -δρομέω
Ρήμα
[επεξεργασία]πελαγοδρομέω (ελληνιστική κοινή)
- (ναυτικός όρος) πλέω στο πέλαγος, στην ανοιχτή θάλασσα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- πελαγοδρόμος
- → δείτε τις λέξεις πέλαγος και δρόμος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- πελαγοδρομέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πελαγοδρομέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -δρομέω (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ρήματα (ελληνιστική κοινή)
- Ρηματικές φωνές (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (ελληνιστική κοινή)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)