πελατολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πελατολόγιο | τα | πελατολόγια |
γενική | του | πελατολόγιου & πελατολογίου |
των | πελατολόγιων & πελατολογίων |
αιτιατική | το | πελατολόγιο | τα | πελατολόγια |
κλητική | πελατολόγιο | πελατολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.la.toˈlo.ʝi.o/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πελατολόγιο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πελατολόγιο