πενιέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πενιέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική peigné (χτενισμένος)

Επίθετο

[επεξεργασία]

πενιέ ουδέτερο, άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]