πενικιλίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αναπαράσταση του μορίου της πενικιλίνης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πενικιλίνη οι πενικιλίνες
      γενική της πενικιλίνης των πενικιλινών
    αιτιατική την πενικιλίνη τις πενικιλίνες
     κλητική πενικιλίνη πενικιλίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πενικιλίνη < (άμεσο δάνειο) γαλλική pénicilline < νεολατινική penicillium < λατινική penicillum < peniculus < penis + -culus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πενικιλίνη θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]