πεντάνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεντάνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pentane < αρχαία ελληνική πέντε
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεντάνιο ουδέτερο
- (χημεία) οργανική χημική ένωση (μοριακός τύπος C₅H₁₂), άκυκλος κορεσμένος υδρογονάνθρακας (αλκάνιο), που χρησιμοποιείται ως διαλυτικό, σε λιπαντικά κ.λπ., ενώ αποτελεί και ένα από τα συστατικά της βενζίνης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)