πεντάωρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεντάωρο | τα | πεντάωρα |
γενική | του | πεντάωρου | των | πεντάωρων |
αιτιατική | το | πεντάωρο | τα | πεντάωρα |
κλητική | πεντάωρο | πεντάωρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεντάωρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο πεντάωρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεντάωρο ουδέτερο
- διάρκεια πέντε ωρών
- τον περιμέναμε επί ένα πεντάωρο
- η σχολική ημέρα ενός μαθητή που περιλαμβάνει πέντε ώρες διδασκαλίας
- σήμερα έλειπε μια καθηγήτρια και κάναμε πεντάωρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεντάωρο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πεντάωρο