περιαυχένιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιαυχένιο < ελληνιστική κοινή περιαυχένιον < αρχαία ελληνική περιαυχένιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιαυχένιο ουδέτερο
- το περιλαίμιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιαυχένιο
|