περισταλτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περισταλτικός < ελληνιστική κοινή περισταλτικός < αρχαία ελληνική περιστέλλω (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική restrictif[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική péristaltique[2] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική peristaltic[2])
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.ɾi.stal.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐σταλ‐τι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]περισταλτικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που περιστέλλει, που περιορίζει
- (φυσιολογία) που έχει σχέση με τον περισταλτισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν, που αφορά τις κυματοειδείς κινήσεις του εντέρου, με τις οποίες προωθείται η τροφή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- περισταλτικά
- περισταλτισμός / περίσταλση / περισταλτικότητα
- → δείτε τις λέξεις περιστέλλω, περί και στέλλω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] που περιστέλλει
για τις κινήσεις του εντέρου
- ↑ περισταλτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 περισταλτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Φυσιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)