περφορατέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περφορατέρ < γαλλική perforateur
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περφορατέρ ουδέτερο άκλιτο
- εργαλείο γραφείου που χρησιμοποιείται για την δημιουργία τρυπών σε φύλλο χαρτί, ώστε να μπει σε κλασέρ
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- (καταχρηστικά) διακορευτής
- διατρητήρας
διατρητής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περφορατέρ