πεσιμίστρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεσιμίστρια οι πεσιμίστριες
      γενική της πεσιμίστριας των πεσιμιστριών
    αιτιατική την πεσιμίστρια τις πεσιμίστριες
     κλητική πεσιμίστρια πεσιμίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πεσιμίστρια < πεσιμιστής + -τρια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πεσιμίστρια θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πεσιμιστής