πεταλωτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεταλωτής οι πεταλωτήδες
      γενική του πεταλωτή των πεταλωτήδων
    αιτιατική τον πεταλωτή τους πεταλωτήδες
     κλητική πεταλωτή πεταλωτήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πεταλωτής < πεταλώνω + -τής < πέταλο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πεταλωτής αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]