πετρελαιοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πετρελαιοφόρος < πετρέλαι(ο) + -ο- + -φόρος (1. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pétrolier. 2. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pétrolifère)
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πετρελαιοφόρος, -α / -ος, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πετρελαιοφόρο
- → δείτε τις λέξεις πετρέλαιο, πέτρα, έλαιο και φέρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πετρελαιοφόρος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)