πετροχημεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πετροχημεία < (λόγιο δάνειο) γαλλική pétrochimie[1] < pétro- + chimie
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πετροχημεία θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πετροχημεία
|
- ↑ πετροχημεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας