πετσί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πετσί | τα | πετσιά |
γενική | του | πετσιού | των | πετσιών |
αιτιατική | το | πετσί | τα | πετσιά |
κλητική | πετσί | πετσιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πετσί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πετσίον < πέτσ(α) + -ίον < ιταλική pezza < δημώδης λατινική *pettia / *pettium < υστερολατινική pettia < γαλατική *pettyā < πρωτοκελτική *kʷezdis (κομμάτι, τμήμα)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πετσί ουδέτερο
- το δέρμα
- (ειδικότερα) το κατεργασμένο δέρμα ζώου που χρησιμοποιείται για καθαρισμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πέτσα
- πετσάκι
- πετσένιος
- πετσιάζω
- πέτσιασμα
- πετσιασμένος
- πέτσικος
- πέτσινος
- πετσούλα
- πέτσωμα
- πετσωμένος
- πετσώνω
- → δείτε τις λέξεις πέτσα και πετσέτα
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ή < *πεσκίον < ελληνιστική κοινή πέσκος· πετσί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλατικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοκελτική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)