πετσετέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πετσετέ < πετσέτ(α) +

Επίθετο

[επεξεργασία]

πετσετέ άκλιτο

  • (για ύφασμα) που έχει την υφή πετσέτας
    διαθέτουμε τις καλύτερες αθλητικές κάλτσες πετσετέ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]