πηδάλιο κλίσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πηδάλιο κλίσης | τα | πηδάλια κλίσης |
γενική | του | πηδαλίου κλίσης | των | πηδαλίων κλίσης |
αιτιατική | το | πηδάλιο κλίσης | τα | πηδάλια κλίσης |
κλητική | πηδάλιο κλίσης | πηδάλια κλίσης | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]πηδάλιο κλίσης ουδέτερο
- (αεροπορικός όρος) αρθρωτό τμήμα στο πίσω άκρο της πτέρυγας του αεροπλάνου, το οποίο χρησιμοποιείται για τον έλεγχο των διαμήκων στροφών.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πηδάλιο κλίσης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)