πιασάρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιασάρικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πιασάρικος
- που δημιουργεί αποδοχή, που δείχνει να δημιουργεί εμπορική επιτυχία ανεξάρτητα αν είναι καλός ή όχι