πικραμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πικραμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πικραίνω
Μετοχή[επεξεργασία]
πικραμένος, -η, -ο
- που έχει πικραθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- θα γελάσει κάθε πικραμένος: θα γίνει κάτι πολύ αστείο ή γελοίο
- θα κλάψει κάθε πικραμένος: τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα