πικροαίματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.kɾoˈe.ma.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐κρο‐αί‐μα‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
πικροαίματος, -η, -ο
- που έχει δύστροπο χαρακτήρα, στριμμένος, στρυφνός, αντιπαθητικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πικροαίματος
→ δείτε τις λέξεις δύστροπος και στριμμένος |
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πικρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αίματος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)