πινακοθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πινακοθήκη < (αντιδάνειο) λόγιο δάνειο από τη γερμανική Pinakothek < ελληνιστική κοινή πινακοθήκη [1] < αρχαία ελληνική πίναξ, πινακ- + -ο- + -θήκη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.na.koˈθi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐να‐κο‐θή‐κη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πινακοθήκη θηλυκό
- (ζωγραφική) χώρος (μόνιμης) έκθεσης πινάκων ζωγραφικής
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των πινάκων ζωγραφικής που εκτίθενται στον ως άνω χώρο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πινακοθήκη
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πινακοθήκη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πῐνᾰκοθήκα- | |||||
ονομαστική | ἡ | πινακοθήκη | αἱ | πινακοθῆκαι | |
γενική | τῆς | πινακοθήκης | τῶν | πινακοθηκῶν | |
δοτική | τῇ | πινακοθήκῃ | ταῖς | πινακοθήκαις | |
αιτιατική | τὴν | πινακοθήκην | τὰς | πινακοθήκᾱς | |
κλητική ὦ! | πινακοθήκη | πινακοθῆκαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πινακοθήκᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πινακοθήκαιν | |||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πινακοθήκη (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πίναξ, πινακ- + -ο- + -θήκη (< τίθημι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πινακοθήκη θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή , (ζωγραφική) χώρος με πίνακες ζωγραφικής, πινακοθήκη
- ※ ἐπ’ ἀριστερᾷ δὲ τὸ προάστειον τὸ πρὸς τῷ Ἡραίῳ καὶ ὁ Ἴμβρασος ποταμὸς καὶ τὸ Ἡραῖον, ἀρχαῖον ἱερὸν καὶ νεὼς μέγας, ὃς νῦν πινακοθήκη ἐστί. (Στράβων, Γεωγραφικά, 14, 1, 14)
Πηγές[επεξεργασία]
- πινακοθήκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πινακοθήκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θήκη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωγραφική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -θήκη (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζωγραφική (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)