πιξελοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πιξελοποίηση | οι | πιξελοποιήσεις |
γενική | της | πιξελοποίησης* | των | πιξελοποιήσεων |
αιτιατική | την | πιξελοποίηση | τις | πιξελοποιήσεις |
κλητική | πιξελοποίηση | πιξελοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πιξελοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιξελοποίηση < πίξελ + -ποίηση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pixelization
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιξελοποίηση θηλυκό (πληθυντικός πιξελοποιήσεις)
- (πληροφορική, γραφικά υπολογιστή) τεχνική μείωσης της ανάλυσης (resolution) σε ψηφιακή εικόνα ή βίντεο με την ομαδοποίηση των εικονοστοιχείων (pixels) σε τμήμα ή στο σύνολο της εικόνας ώστε να μην φαίνονται λεπτομέρειες
- ※ Η πιξελοποίηση γίνεται εφαρμόζοντας ένα πλέγμα από εικονοστοιχεία διαστάσεων μεγαλύτερων από τα εικονοστοιχεία της εικόνας πάνω στην περιοχή του προσώπου και στην συνέχεια γέμισμα των εικονοστοιχείων του πλέγματος ανάλογα με το τι υπήρξε στην εικόνα σε εκείνη την περιοχή. (πτυχιακή εργασία)[1]
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πιξελοποίηση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Παπαδόπουλος Σωτήριος (Πτυχιακή εργασία, Θεσσαλονίκη 2018), ΑΠΟΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΕΙΚΟΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΒΑΘΙΩΝ ΑΥΤΟ-ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΤΩΝ, σελ 16. Προσπέλαση 2020-07-11.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)