πιπατζού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιπατζού < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιπατζού θηλυκό
- (χυδαίο, μειωτικό) πρόσωπο (συνήθως γυναίκα ή ομοφυλόφιλος άντρας) που αρέσκεται στο να παίρνει πίπες
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πιπατζού
|