πιω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpço/
ομόηχα: πιο, ποιο

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πιω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πίνω
  2. θα πιω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πίνω