πλαγιοφύλαξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλαγιοφύλαξ οἱ πλαγιοφύλακες
      γενική τοῦ πλαγιοφύλακος τῶν πλαγιοφυλάκων
      δοτική τῷ πλαγιοφύλακ τοῖς πλαγιοφύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν πλαγιοφύλακ τοὺς πλαγιοφύλακᾰς
     κλητική ! πλαγιοφύλαξ πλαγιοφύλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλαγιοφύλακε
γεν-δοτ τοῖν  πλαγιοφυλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλαγιοφύλαξ < αρχαία ελληνική πλάγιος + φύλαξ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλαγιοφύλαξ αρσενικό