πλακέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλακέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική plaqué, μετοχή του ρήματος plaquer

Επίθετο

[επεξεργασία]

πλακέ άκλιτο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλακέ άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • πλακέΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • πλακέ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)