πλανάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλανάρω < λείπει η ετυμολογία

πλανάρω

  • για σκάφος που ταξιδεύει με μεγάλη ταχύτητα του οποίου η γάστρα αγγίζει οριακά την επιφάνεια του νερού.
  • γλιστρώ, κινούμαι ομαλά και αβίαστα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]