πλανητάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλανητάρχης αρσενικό
- (καταχρηστικά) (παρωχημένο) ο εκάστοτε πρόεδρος των ΗΠΑ, μετά τη διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλανητάρχης