πλειονοψηφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλειονοψηφία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλειονοψηφία[1] (→ δείτε και τη λέξη πλειοψηφία) < αρχαία ελληνική πλείων, πλειονο- + ψῆφ(ος) + -ία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pli.o.no.psiˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλει‐ο‐νο‐ψη‐φί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλειονοψηφία θηλυκό
- άλλη μορφή του πλειοψηφία
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλειονοψηφία
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πλειονοψηφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πλειονο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)