πληκτρολογίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πληκτρολογίδιο < πληκτρολόγ(ιο) + -ίδιο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική keypad, νεολογισμός αρχών του 21ου αιώνα που έχει προταθεί από την ΕΛΕΤΟ αλλά δεν έχει γίνει ευρέως αποδεκτός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πληκτρολογίδιο ουδέτερο
- (τεχνολογία, πληροφορική, σπάνιο) ομάδα πλήκτρων σε κανονικό πληκτρολόγιο (το αριθμητικό πληκτρολόγιο, numpad) ή μικρό πληκτρολόγιο για ειδική χρήση σε συσκευή, με κανονικά πλήκτρα ή πλήκτρα αφής, όπως σε τηλέφωνα, πληκτρολόγια σε συστήματα ασφαλείας, πληκτρολόγια ρυθμίσεων σε ηλεκτρομηχανικές συσκευές, κλπ
- ※ Ο φορητός σας υπολογιστής ενδέχεται να διαθέτει αριθμητικό πληκτρολογίδιο ενσωματωμένο στο πληκτρολόγιο. Το πληκτρολογίδιο αντιστοιχεί στα πλήκτρα ενός εκτενούς πληκτρολογίου. (Μάρτ. 2019)[1]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Keypads, εικόνες στα Wikimedia Commons
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) Εγώ και η Dell μου, σελ. 31, Δημοσίευση 2019-03 Αναθ. A05. Προσπέλαση 2020-05-08
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίδιο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)