πληροφορικάριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πληροφορικάριος < πληροφορικ(ή) + -άριος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πληροφορικάριος αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός, πληροφορική, επάγγελμα) όρος που περιγράφει και χαρακτηρίζει τους επιστήμονες ή ειδικούς της πληροφορικής
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πληροφορικάριος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ιμπρεσάριος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άριος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)