πλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό. |
Κρητικά (el-crt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλέα < πληθυντικός αριθμός του πλέον
Προφορά
[επεξεργασία]- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίρρημα
[επεξεργασία]πλιά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]στη κοινή νεοελληνική:
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλιά
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Μιχάλης Κασσωτάκης, ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΟΡΟΠΕΔΙΟΥ ΛΑΣΙΘΙΟΥ, Αθήνα 2021 (αρχική έκδοση 2018), ISBN 978-960-612-192-0, σελ. 643.