πλινθοδομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /plin.θo.ðoˈmi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλινθοδομή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- οπτοπλινθοδομή
- πλινθοδομημένος
- πλινθοδόμηση
- πλινθόδμητος
- πλινθοδομία
- πλινθοδομικός
- πλινθοδόμος
- πλινθοδομώ
- ωμοπλινθοδομή
- → δείτε τις λέξεις πλίνθος και δομή