ποδήρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ποδήρης | η | ποδήρης | το | ποδήρες |
γενική | του | ποδήρους* | της | ποδήρους | του | ποδήρους |
αιτιατική | τον | ποδήρη | την | ποδήρη | το | ποδήρες |
κλητική | ποδήρη(ς) | ποδήρης | ποδήρες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ποδήρεις | οι | ποδήρεις | τα | ποδήρη |
γενική | των | ποδήρων | των | ποδήρων | των | ποδήρων |
αιτιατική | τους | ποδήρεις | τις | ποδήρεις | τα | ποδήρη |
κλητική | ποδήρεις | ποδήρεις | ποδήρη | |||
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «πλήρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποδήρης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποδήρης
Επίθετο[επεξεργασία]
ποδήρης, -ης, -ες
- (αρχαιοπρεπές) μακρύς μέχρι τον αστράγαλο (χιτώνας, ασπίδα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πόδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ποδηρεσ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ποδήρης | τὸ | ποδῆρες | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ποδήρους | τοῦ | ποδήρους | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ποδήρει | τῷ | ποδήρει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ποδήρη | τὸ | ποδῆρες | ||
κλητική ὦ! | ποδῆρες | ποδῆρες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ποδήρεις | τὰ | ποδήρη | ||
γενική | τῶν | ποδήρων | τῶν | ποδήρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ποδήρεσῐ(ν) | τοῖς | ποδήρεσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ποδήρεις | τὰ | ποδήρη | ||
κλητική ὦ! | ποδήρεις | ποδήρη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποδήρει | τὼ | ποδήρει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ποδήροιν | τοῖν | ποδήροιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ποδήρης, -ης, -ες
- (για ρούχο) μακρύς μέχρι τον αστράγαλο (πέπλο, χιτώνας, μανδύας)
- για κάθε τι που φτάνει μέχρι τα πόδια
- ↪ ποδήρης ἀσπίς] (μεγάλη, που καλύπτει όλο το σώμα)
- (για πλοία) με κουπιά
- ↪ ναῦς ποδήρης
- σταθερός, γερός, με βάση
- ↪ στῦλος ποδήρης
Πηγές[επεξεργασία]
- ποδήρης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποδήρης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'πλήρης' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'μανιώδης' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ήρης (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)